Ευθύνη μεθυσμένου οδηγού σε ατύχημα

2025-03-06

Η επήρεια του αλκοόλ δεν στοιχειοθετεί απαραίτητα υπαιτιότητα σε τροχαίο ατύχημα, εφόσον δεν συντρέχει καμία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος και της τυχόν κατανάλωσης αλκοόλης. Εφόσον δηλαδή, το ίδιο ακριβώς τροχαίο ατύχημα θα συνέβαινε και πάλι κάτω από τις ίδιες συνθήκες αν αντί αυτού οδηγούσε το όχημα του ένας μέσος συνετός και ικανός οδηγός ο οποίος δεν είχε καταναλώσει καθόλου αλκοόλ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή της παράλειψης αυτού και η ύπαρξη μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε αιτιώδους συνάφειας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικό να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν θεμελιώνει αυτή καθ' αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθέντος αποτελέσματος. Περαιτέρω, η κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί μεν παράβαση του Κ.Ο.Κ. δεν είναι απαραίτητο όμως ότι εξαιτίας της προκλήθηκε το συγκεκριμένο ατύχημα, καθόσον οδηγούσε κανονικά, όπως θα οδηγούσε ο μέσος οδηγός ενώ το οδηγικό σφάλμα και η αδικοπραξία συνέπεια του οποίου προκλήθηκε το τροχαίο προήλθε αποκλειστικά και μόνο από τον αντίδικο οδηγό.

Περαιτέρω σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. 1, 6 παρ. 1, 10 παρ. 1 και 11 παρ. 1 του ν. 489/ 1976 "περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: Ο κύριος, ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα, επί οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος (2 παρ. 1). Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπεύθυνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου (6 παρ. 1). Το πρόσωπο που ζημιώθηκε, έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ίδια αξίωση κατά του ασφαλιστή (10 παρ. 1). Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του προσώπου που ζημιώθηκε, όταν τούτο ασκεί την κατά το άρθρο 10 παρ. 1 αξίωση, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, επιφυλασσομένου σ` αυτόν του δικαιώματος αγωγής κατά του ασφαλισμένου, του αντισυμβαλλομένου και του οδηγού (11 παρ. 1).

Ωστόσο, αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίες που προκαλούνται καθ' όν χρόνο ο οδηγός του αυτοκινήτου οχήματος τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.).

Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 2496/ 1997, τον λήπτη της ασφάλισης βαρύνουν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός από εκείνες που από την φύση τους πρέπει να εκπληρωθούν από τον ασφαλισμένο. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, της τελευταίας εφαρμοζομένης συμπληρωματικά και στην ασφάλιση της αστικής ευθύνης εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, συνάγεται ότι η ρήτρα στο ασφαλιστήριο για εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται κατά τον χρόνο που ο οδηγός έχει καταναλώσει οινόπνευμα περισσότερο του επιτρεπτού από τον Κ.Ο.Κ., αποτελεί αληθώς καλυμμένο συμβατικό ασφαλιστικό βάρος.

Όμως προϋπόθεση για την λειτουργία αυτής, σε βάρος του λήπτη της ασφαλίσεως, ο οποίος δεν έχει τις υποχρεώσεις από την ασφαλιστική σύμβαση που μπορούν να εκπληρωθούν μόνο από τον ασφαλισμένο οδηγό του αυτοκινήτου, είναι να υφίσταται υπαιτιότητα αυτού (άρθρο 330 Α.Κ.).

Επομένως ο ασφαλιστής που υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση σε ζημιωθέντα τρίτο χωρίς να έχει ευθύνη, λόγω της συμβατικής εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται όταν ο οδηγός του ασφαλισμένου αυτοκινήτου ευρίσκεται σε μέθη, δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του κυρίου και μη οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και να αξιώσει από αυτόν τα καταβληθέντα ποσά, αν τον τελευταίο δεν βαρύνει υπαιτιότητα σε σχέση με το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου του βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, όταν προξένησε το ατύχημα.


*** Το γραφείο μας έχει μεγάλη εμπειρία με υποθέσεις αυτοκινητιστικών ατυχημάτων και μπορεί να σας συνδράμει αποτελεσματικά σε οποιοδήποτε ζήτημα σας αφορά. Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.