Προσβολή και ακύρωση πλαστής διαθήκης.

Συχνό είναι το φαινόμενο στις δικαστικές αίθουσες να αμφισβητείται και να προσβάλλεται το κύρος μίας διαθήκης.
Την προσβολή μπορεί να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον, ήτοι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, αφού αποκτούν αμέσως την περιουσία του διαθέτη (βλ. ενδεικτικώς την ad hoc ΠΠρΗλείας 44/2021), αλλά και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου όταν αυτός δεν ασκεί το κληρονομικό εξ αδιαθέτου δικαίωμά του.
Αμφισβήτηση γνησιότητας ιδιόγραφης διαθήκης λαμβάνει χώρα συνήθως όταν αμφισβητείται ότι η διαθήκη γράφτηκε ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, ως και όταν αμφισβητείται η νοητική κατάσταση του διαθέτη κατά την ημεροχρονολογία σύνταξης της διαθήκης, ενώ στα άλλα είδη διαθηκών σύνηθες είναι το φαινόμενο να αμφισβητείται η τήρηση του απαιτούμενου κατά περίπτωση τύπου.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο έχων έννομο συμφέρον δύναται να προσφύγει στα καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδια Δικαστήρια ζητώντας την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης. Σημειώνεται ότι αυτός που ζητεί τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, αρκεί να επικαλεσθεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους εκείνης.
Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε χωρίς να είναι πλαστή, είναι άκυρη (βλ. αντί πολλών την ad hoc ΕφΠειρ 226/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα με το άρθρο 1788 του Αστικού Κώδικα το δικαίωμα για ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται μετά δύο έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης. Η παραγραφή αυτή αναφέρεται αποκλειστικά σε ακυρώσιμη διαθήκη, ενώ η αναγνωριστική της ακυρότητας αγωγή δεν υπόκειται σε καμία παραγραφή και οπωσδήποτε όχι σε μικρότερη από την εικοσαετία (βλ. ενδεικτικώς την ad hoc ΑΠ 1350/2014).
Για να επικαλεστεί κάποιος τη διαθήκη, δεν αρκεί να αποδείξει απλώς τη γνησιότητα της υπογραφής του διαθέτη, αλλά απαιτείται να αποδείξει ότι ολόκληρο το περιεχόμενο έχει γραφτεί ιδιοχείρως από τον ίδιο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής που επιδιώκει να ακυρώσει τη διαθήκη λόγω έλλειψης ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής. Σε αυτή την περίπτωση, αρκεί η γενική άρνηση του ενάγοντος απέναντι στο προβαλλόμενο δικαίωμα του εναγομένου, όπως προβλέπεται από τη νομολογία (ΑΠ 453/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠατρών 208/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Ωστόσο, είναι δυνατή και η άσκηση αυτοτελούς αγωγής που υποστηρίζει την πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, πέρα από μια απλή αμφισβήτηση της γνησιότητάς της. Σε αυτή την περίπτωση, το βάρος απόδειξης της πλαστότητας βαραίνει τον ενάγοντα, ενώ ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει τη γνησιότητά της, εκτός αν συντρέχει η ειδική περίπτωση του άρθρου 1777 ΑΚ.
Το άρθρο 463 ΚΠολΔ επιβάλλει την προαπόδειξη, απαιτώντας την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων και την ονομαστική αναφορά μαρτύρων, αλλά αυτός ο κανόνας αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία απόδειξης και εφαρμόζεται μόνο όταν η πλαστότητα προβάλλεται με ένσταση ή παρεμπίπτουσα αγωγή. Αντίθετα, δεν ισχύει όταν η αμφισβήτηση της γνησιότητας εισάγεται με αυτοτελή αναγνωριστική αγωγή, η οποία δεν έχει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής (ΟλΑΠ 23/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2016, ΑΠ 781/2015, www.areiospagos.gr).
***Το γραφείο μας έχει μεγάλη εμπειρία με θέματα κληρονομικού δικαίου και μπορεί να σας συνδράμει αποτελεσματικά σε οποιοδήποτε ζήτημα αφορά τη σύνταξη, τη δημοσίευση και την προσβολή μιας διαθήκης. Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.