Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.

2025-03-05

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας της οποίας η διάρκεια είναι σαφώς καθορισμένη, γνωρίζουμε δηλαδή επακριβώς το χρονικό σημείο λήξης της, ούτως ώστε όταν φτάσει αυτό, επέρχεται αυτοδικαίως και η λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση δε χάνει το χαρακτήρα της ως ορισμένου χρόνου ακόμα και όταν η διάρκειά της δεν ορίστηκε ρητά, προκύπτει όμως από το είδος και το σκοπό της που αφορά την εκτέλεση ορισμένου έργου, οπότε και πρόκειται να διαρκέσει μέχρι να αποπερατωθεί το έργο, το τέλος του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη λύση της, χωρίς καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης.

Για να είναι έγκυρη η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν είναι απαραίτητο να καταρτίζεται εγγράφως, αρκεί μόνο να υπάρχει συμφωνία των μερών. Εντούτοις, για τη διευκόλυνση της αποδείξεως και την κατοχύρωση των μερών επιβάλλεται η κατάρτιση να γίνεται με σχετικό έγγραφο που θα υπογραφεί και από τους δύο και θα προσδιορίζει ρητά το χρονικό σημείο λήξης ή προκειμένου για σύμβαση ορισμένου έργου, το έργο που θα παραχθεί.

Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι δυνατόν να λυθούν με τους εξής τρόπους:

1. Με τη λήξη του χρόνου ή του έργου για το οποίο έχουν συνομολογηθεί κατά το άρθρο 669 ΑΚ.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 669 ΑΚ, οι εργασιακές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου λύονται αυτοδικαίως μόλις περάσει ο χρόνος για τον οποίο έχουν συνομολογηθεί ή μόλις τελειώσει το έργο χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε δήλωση βουλήσεως κάποιου μέρους γι' αυτό. Ο εργοδότης έχει μόνο την υποχρέωση, όταν λήξει η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, να την αναγγείλει ηλεκτρονικά στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου.

2. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, για σπουδαίο λόγο

Σύμφωνα με το άρθρο 672 ΑΚ, ο εργοδότης ή ο μισθωτός δικαιούνται σε κάθε περίπτωση να καταγγείλουν τη σύμβαση για «σπουδαίο λόγο» χωρίς τήρηση προθεσμίας ενώ το δικαίωμα δε αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία.

Σπουδαίο λόγο καταγγελίας αποτελούν τα περιστατικά εκείνα – ακόμη και μεμονωμένα – τα οποία, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους ή της ύπαρξης υπαιτιότητας, καθιστούν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης μέχρι την κανονική της λήξη, για τον προσδιορισμό δε του σπουδαίου λόγου συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά περίπτωση στα αρμόδια δικαστήρια.

Κατά το άρθρο 673 Α.Κ. «αν ο σπουδαίος λόγος για τον οποίο έγινε η καταγγελία συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζημίωση». Όταν ο εργοδότης, χωρίς να τηρήσει την προθεσμία της λήξεώς της, καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς σπουδαίο λόγο, η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρα 174, 180 Α.Κ.), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σύμβαση, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, οφείλει να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το μετά την καταγγελία και έως τη συμφωνημένη λήξη της συμβάσεως χρονικό διάστημα (άρθρα 672, 673, 3, 174, 180, 349, 350, 655, 656, 361, 648, 649 Α.Κ.).

3. Με κοινή συμφωνία των μερών

Η λύση της σύμβασης ορισμένου χρόνου, προ της συμπληρώσεως του συμφωνηθέντος χρονικού σημείου λήξης της, μπορεί να επέλθει και με κατάρτιση αντίθετης συμφωνίας των μερών (Α.Π. 57/2015, Α.Π. 1665/2002). Έγκυρη έχει κριθεί η λύση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου κατόπιν αποδοχής από τον εργαζόμενο εργοδοτικής πρότασης για πρόωρη λύση της σύμβασής του (Α.Π. 1085/2010, Α.Π. 1665/2002).

Άλλωστε, με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 178, 180, 361 Α.Κ. γίνεται αποδεκτή η αυτονομία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες αποδοκιμάζεται η σύμβαση λόγω του περιεχομένου της, όπως συμβαίνει όταν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, οπότε αν δεν συνάγεται άλλο τι είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενόμενη (Α.Π. 1104/1991).

4. Με όρο για πρόωρη καταγγελία και τη μετατροπή της σε αορίστου χρόνου

Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν. 3986/2011, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία.


Τέλος σε ότι αφορά την προστασία των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και την αποφυγή των καταστρατηγήσεων σε βάρος τους, το άρθρο 5 του Π.Δ. 81/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Π.Δ. 180/2004 και στη συνέχεια με το άρθρο 41 του ν.3986/2011, ορίζει τα εξής:

1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου εδάφους και πτήσης.

2. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών.

3. Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.

4. «Διαδοχικές» θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου «ίδιου εργοδότη» περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου.


*** Το γραφείο μας έχει μεγάλη εμπειρία με θέματα εργατικού δικαίου και μπορεί να σας συνδράμει αποτελεσματικά σε οποιοδήποτε ζήτημα σας αφορά. Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.